- κονιορτοῦ
- κονιορτόςdust raisedmasc gen sgκονιορτόωcover with dustpres imperat mp 2nd sgκονιορτόωcover with dustimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αελλής — ἀελλὴς κονίσαλος, ο (Α) (στον Όμηρο) περιδινούμενος κονιορτός, δίνη κονιορτού, σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλασμένος τ. τού ἀολλής με επίδραση τής λ. ἄελλα. Ο τ. ἀελλῆς πιθ. συνηρ. τ. αντί τού ἀελλήεις] … Dictionary of Greek
αμμοθύελλα — Φαινόμενο της ερήμου που χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων άμμου και σκόνης σε μεγάλες αποστάσεις και με ταχύτητα μέχρι και 60 70 χλμ. την ώρα. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να οφείλεται στους ιδιαίτερα ισχυρούς ανέμους που φυσούν στο … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
κονιοσκόπιο — το όργανο μικροβιολογικής εξέτασης τού κονιορτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + σκόπιο (< σκοπός), πρβλ. γαστρο σκόπιο, ηλεκτρο σκόπιο] … Dictionary of Greek
κονιόμετρο — το συσκευή προσδιορισμού τών μορίων κονιορτού που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα ενός χώρου, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στις πραγματογνωμοσύνες για διερεύνηση τών αιτίων που προξενούν τις πνευμονοκονιάσεις στα ορυχεία και στα εργαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μικρομετεωρίτης — (Αστρον.). Ένα σωμάτιο κοσμικού κονιορτού με μάζα περίπου μικρότερη από 10 6 gr και διάμετρο μικρότερη από 0,1 mm. Κατά την είσοδό του μέσα στην ατμόσφαιρα της Γης η θερμότητα που απορροφάται από το σωμάτιο εξαιτίας της ατμοσφαιρικής τριβής δεν… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek